θερμοκαυτήρας

θερμοκαυτήρας
ο
ειδική συσκευή που χρησιμοποιούν οι γιατροί για καυτηριάσεις: Ηλεκτρικός θερμοκαυτήρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θερμοκαυτήρας — ο ιατρ. εργαλείο για καυτηριάσεις, με ακίδα από λευκόχρυσο, που λευκοπυρώνεται και διατηρείται σε υψηλή θερμοκρασία με τη διοχέτευση ρεύματος αέρα με ατμούς καυσίμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermocautere < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) …   Dictionary of Greek

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”